Pauschale - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Pauschale - translation to Αγγλικά


Pauschale         
n. total amount, estimated amount
sweepingly      
adv. pauschal
wholesale      
n. Großhandel; Großeinkauf, Pauschal-

Βικιπαίδεια

Pauschale
Eine Pauschale (abgeleitet von Bausch, „dickes Stück“, mhd.: busch, „Wulst, Gewölbtes“) ist ein Geldbetrag, durch den eine Leistung, die sich aus verschiedenen Einzelposten zusammensetzt, ohne Spezifizierung nach ihrem Durchschnittswert abgegolten wird.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Pauschale
1. Union gegen pauschale Angleichung Die Opposition allerdings stellt sich gegen eine pauschale Angleichung.
2. Pauschale Sperrzonen könnten die Strahlenbelastungen sogar verstärken.
3. Die Experten für pauschale Aussagen heißen Meinungsforscher.
4. Sinnvoller als pauschale Überprüfungen seien gezielte Kontrollen.
5. "Die Pauschale ist wichtig für alle Flächenstaaten.